- τεσσεράμισι
- αριθμ. απόλ., άκλ.1. σύνολο τεσσάρων ακέραιων μονάδων και μισής μονάδας: Τεσσεράμισι κιλά.2. τριάντα πρώτα λεπτά μετά την τέταρτη ώρα: Στις τεσσεράμισι θα φύγω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.